ἐξήλυσις
ἐξήλυσις
ἐξήλῠσις, εως
ἐξήλυθον , aor2 of ἐξέρχομαι
a way out, outlet, Hdt.
{
"content": "ἐξήλυσις\n ἐξήλῠσις, εως\n ἐξήλυθον , aor2 of ἐξέρχομαι\n a way out, outlet, Hdt.",
"key": "e)ch/lusis"
}