Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐξηγέομαι
ἐξήγησις
ἐξηγητής
ἐξηγητικός
ἑξηκονταέτης
ἑξήκοντα
ἑξηκονταταλαντία
ἑξηκοστός
ἐξήκω
ἐξήλατος
ἐξήλυσις
ἑξῆμαρ
ἐξημερόω
ἐξημέρωσις
ἐξημοιβός
ἑξήρετμος
ἑξήρης
ἑξῆς
ἐξηχέω
ἐξιάομαι
ἐξιδιόομαι
View word page
ἐξήλυσις
ἐξήλυσις ἐξήλῠσις, εως ἐξήλυθον , aor2 of ἐξέρχομαι a way out, outlet, Hdt.

ShortDef

a way out, outlet

Debugging

Headword:
ἐξήλυσις
Headword (normalized):
ἐξήλυσις
Headword (normalized/stripped):
εξηλυσις
IDX:
11556
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11559
Key:
e)ch/lusis

Data

{'content': 'ἐξήλυσις\n ἐξήλῠσις, εως\n ἐξήλυθον , aor2 of ἐξέρχομαι\n a way out, outlet, Hdt.', 'key': 'e)ch/lusis'}