Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐξευτρεπίζω
ἐξεύχομαι
ἐξεφίημι
ἐξέχω
ἐξέψω
ἔξηβος
ἐξηγέομαι
ἐξήγησις
ἐξηγητής
ἐξηγητικός
ἑξηκονταέτης
ἑξήκοντα
ἑξηκονταταλαντία
ἑξηκοστός
ἐξήκω
ἐξήλατος
ἐξήλυσις
ἑξῆμαρ
ἐξημερόω
ἐξημέρωσις
ἐξημοιβός
View word page
ἑξηκονταέτης
ἑξηκονταέτης ἑξηκοντα-έτης, ες ἔτος sixty years old, Mimnerm.

ShortDef

sixty years old

Debugging

Headword:
ἑξηκονταέτης
Headword (normalized):
ἑξηκονταέτης
Headword (normalized/stripped):
εξηκονταετης
IDX:
11550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11553
Key:
e(chkontae/ths

Data

{'content': 'ἑξηκονταέτης\n ἑξηκοντα-έτης, ες\n ἔτος\n sixty years old, Mimnerm.', 'key': 'e(chkontae/ths'}