Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐξεύρεσις
ἐξευρετέος
ἐξεύρημα
ἐξευρίσκω
ἐξευτελίζω
ἐξευτρεπίζω
ἐξεύχομαι
ἐξεφίημι
ἐξέχω
ἐξέψω
ἔξηβος
ἐξηγέομαι
ἐξήγησις
ἐξηγητής
ἐξηγητικός
ἑξηκονταέτης
ἑξήκοντα
ἑξηκονταταλαντία
ἑξηκοστός
ἐξήκω
ἐξήλατος
View word page
ἔξηβος
ἔξηβος ἔξ-ηβος, ον ἥβη past oneʼs youth, Aesch.

ShortDef

past one's youth

Debugging

Headword:
ἔξηβος
Headword (normalized):
ἔξηβος
Headword (normalized/stripped):
εξηβος
IDX:
11545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11548
Key:
e)/chbos

Data

{'content': 'ἔξηβος\n ἔξ-ηβος, ον\n ἥβη\n past oneʼs youth, Aesch.', 'key': 'e)/chbos'}