Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐξευμενίζω
ἐξεύρεσις
ἐξευρετέος
ἐξεύρημα
ἐξευρίσκω
ἐξευτελίζω
ἐξευτρεπίζω
ἐξεύχομαι
ἐξεφίημι
ἐξέχω
ἐξέψω
ἔξηβος
ἐξηγέομαι
ἐξήγησις
ἐξηγητής
ἐξηγητικός
ἑξηκονταέτης
ἑξήκοντα
ἑξηκονταταλαντία
ἑξηκοστός
ἐξήκω
View word page
ἐξέψω
ἐξέψω fut. -εψήσω to boil thoroughly, Hdt.

ShortDef

to boil thoroughly

Debugging

Headword:
ἐξέψω
Headword (normalized):
ἐξέψω
Headword (normalized/stripped):
εξεψω
IDX:
11544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11547
Key:
e)ce/yw

Data

{'content': 'ἐξέψω\n fut. -εψήσω\n to boil thoroughly, Hdt.', 'key': 'e)ce/yw'}