Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐξεταστέος
ἐξεταστής
ἐξεταστικός
ἑξέτης
ἐξέτι
ἐξευλαβέομαι
ἐξευμαρίζω
ἐξευμενίζω
ἐξεύρεσις
ἐξευρετέος
ἐξεύρημα
ἐξευρίσκω
ἐξευτελίζω
ἐξευτρεπίζω
ἐξεύχομαι
ἐξεφίημι
ἐξέχω
ἐξέψω
ἔξηβος
ἐξηγέομαι
ἐξήγησις
View word page
ἐξεύρημα
ἐξεύρημα ἐξεύρημα, ατος, τό, from ἐξευρίσκω a thing found out, an invention, Hdt., Aesch.
ShortDef
a thing found out, an invention
Debugging
Headword:
ἐξεύρημα
Headword (normalized):
ἐξεύρημα
Headword (normalized/stripped):
εξευρημα
IDX:
11537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11540
Key:
e)ceu/rhma
Data
{'content': 'ἐξεύρημα\n ἐξεύρημα, ατος, τό,\n from ἐξευρίσκω\n a thing found out, an invention, Hdt., Aesch.', 'key': 'e)ceu/rhma'}