Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄκοπος
ἀκόρεστος
ἀκόρητος
ἄκορος
ἀκοσμέω
ἀκόσμητος
ἀκοσμία
ἄκοσμος
ἄκος
ἀκοστάω
ἀκοστή
ἀκουάζομαι
ἀκουή
ἄκουρος
ἀκουσίθεος
ἄκουσμα
ἀκουστέον
ἀκουστός
ἀκούω
ἀκράαντος
ἀκραγής
View word page
ἀκοστή
ἀκοστή Deriv. unknown. barley.
ShortDef
barley
Debugging
Headword:
ἀκοστή
Headword (normalized):
ἀκοστή
Headword (normalized/stripped):
ακοστη
IDX:
1154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1154
Key:
a)kosth/
Data
{'content': 'ἀκοστή\n Deriv. unknown.\n barley.', 'key': 'a)kosth/'}