Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐξετάζω
ἐξέτασις
ἐξετασμός
ἐξεταστέος
ἐξεταστής
ἐξεταστικός
ἑξέτης
ἐξέτι
ἐξευλαβέομαι
ἐξευμαρίζω
ἐξευμενίζω
ἐξεύρεσις
ἐξευρετέος
ἐξεύρημα
ἐξευρίσκω
ἐξευτελίζω
ἐξευτρεπίζω
ἐξεύχομαι
ἐξεφίημι
ἐξέχω
ἐξέψω
View word page
ἐξευμενίζω
ἐξευμενίζω εὐμενής to propitiate:—Mid., Plut.
ShortDef
to propitiate
Debugging
Headword:
ἐξευμενίζω
Headword (normalized):
ἐξευμενίζω
Headword (normalized/stripped):
εξευμενιζω
IDX:
11534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11537
Key:
e)ceumeni/zw
Data
{'content': 'ἐξευμενίζω\n εὐμενής\n to propitiate:—Mid., Plut.', 'key': 'e)ceumeni/zw'}