Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἔξεσις
ἔξεστι
ἐξετάζω
ἐξέτασις
ἐξετασμός
ἐξεταστέος
ἐξεταστής
ἐξεταστικός
ἑξέτης
ἐξέτι
ἐξευλαβέομαι
ἐξευμαρίζω
ἐξευμενίζω
ἐξεύρεσις
ἐξευρετέος
ἐξεύρημα
ἐξευρίσκω
ἐξευτελίζω
ἐξευτρεπίζω
ἐξεύχομαι
ἐξεφίημι
View word page
ἐξευλαβέομαι
ἐξευλαβέομαι fut. ήσομαι to guard carefully against, τι Eur., Plat.
ShortDef
to guard carefully against
Debugging
Headword:
ἐξευλαβέομαι
Headword (normalized):
ἐξευλαβέομαι
Headword (normalized/stripped):
εξευλαβεομαι
IDX:
11532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11535
Key:
e)ceulabe/omai
Data
{'content': 'ἐξευλαβέομαι\n fut. ήσομαι\n to guard carefully against, τι Eur., Plat.', 'key': 'e)ceulabe/omai'}