Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐξεσθίω
ἐξέσθω
ἐξεσία
ἔξεσις
ἔξεστι
ἐξετάζω
ἐξέτασις
ἐξετασμός
ἐξεταστέος
ἐξεταστής
ἐξεταστικός
ἑξέτης
ἐξέτι
ἐξευλαβέομαι
ἐξευμαρίζω
ἐξευμενίζω
ἐξεύρεσις
ἐξευρετέος
ἐξεύρημα
ἐξευρίσκω
ἐξευτελίζω
View word page
ἐξεταστικός
ἐξεταστικός ἐξεταστικός, ή, όν ἐξετάζω capable of examining into, τινός Xen.:—absol. inquiring, Xen.:—adv. -κῶς, Dem. ἐξ. (sc. ἀργύριον) , the salary of an ἐξεταστής, Dem.

ShortDef

capable of examining into

Debugging

Headword:
ἐξεταστικός
Headword (normalized):
ἐξεταστικός
Headword (normalized/stripped):
εξεταστικος
IDX:
11529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11532
Key:
e)cetastiko/s

Data

{'content': 'ἐξεταστικός\n ἐξεταστικός, ή, όν\n ἐξετάζω\n capable of examining into, τινός Xen.:—absol. inquiring, Xen.:—adv. -κῶς, Dem.\n ἐξ. (sc. ἀργύριον) , the salary of an ἐξεταστής, Dem.', 'key': 'e)cetastiko/s'}