Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀκοντιστύς
ἄκοπος
ἀκόρεστος
ἀκόρητος
ἄκορος
ἀκοσμέω
ἀκόσμητος
ἀκοσμία
ἄκοσμος
ἄκος
ἀκοστάω
ἀκοστή
ἀκουάζομαι
ἀκουή
ἄκουρος
ἀκουσίθεος
ἄκουσμα
ἀκουστέον
ἀκουστός
ἀκούω
ἀκράαντος
View word page
ἀκοστάω
ἀκοστάω only in aor1 part. ἵππος ἀκοστήσας ἐπὶ φάτνηι a horse corn-fed at manger, a stalled horse, Il.

ShortDef

feed on grain

Debugging

Headword:
ἀκοστάω
Headword (normalized):
ἀκοστάω
Headword (normalized/stripped):
ακοσταω
IDX:
1153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1153
Key:
a)kosta/w

Data

{'content': 'ἀκοστάω\n only in aor1 part. ἵππος ἀκοστήσας ἐπὶ φάτνηι a horse corn-fed at manger, a stalled horse, Il.', 'key': 'a)kosta/w'}