Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐξερύω
ἐξέρχομαι
ἐξερωέω
ἐξεσθίω
ἐξέσθω
ἐξεσία
ἔξεσις
ἔξεστι
ἐξετάζω
ἐξέτασις
ἐξετασμός
ἐξεταστέος
ἐξεταστής
ἐξεταστικός
ἑξέτης
ἐξέτι
ἐξευλαβέομαι
ἐξευμαρίζω
ἐξευμενίζω
ἐξεύρεσις
ἐξευρετέος
View word page
ἐξετασμός
ἐξετασμός ἐξετασμός, ὁ, =ἐξέτᾰσις, Dem.
ShortDef
examination, scrutiny
Debugging
Headword:
ἐξετασμός
Headword (normalized):
ἐξετασμός
Headword (normalized/stripped):
εξετασμος
IDX:
11526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11529
Key:
e)cetasmo/s
Data
{'content': 'ἐξετασμός\n ἐξετασμός, ὁ,\n =ἐξέτᾰσις, Dem.', 'key': 'e)cetasmo/s'}