Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐξερευνάω
ἐξερέω
ἐξερέω
ἐξερημόω
ἐξερίζω
ἐξεριστής
ἐξερμηνεύω
ἐξέρπω
ἐξέρρω
ἐξερύκω
ἐξερύω
ἐξέρχομαι
ἐξερωέω
ἐξεσθίω
ἐξέσθω
ἐξεσία
ἔξεσις
ἔξεστι
ἐξετάζω
ἐξέτασις
ἐξετασμός
View word page
ἐξερύω
ἐξερύω Ionic -ειρύω aor1 -είρυσα Epic -έρυσα and -είρυσσα Ionic 3rd sg. aor1 -ερύσασκε to draw out of, c. gen., Il.; ἰχθύας ἔκτοσθε θαλάσσης ἐξέρυσαν Od.:—also, to snatch out of, ἐξείρυσε χειρὸς τόξον Il.: to tear out, Od.

ShortDef

to draw out of

Debugging

Headword:
ἐξερύω
Headword (normalized):
ἐξερύω
Headword (normalized/stripped):
εξερυω
IDX:
11516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11519
Key:
e)ceru/w

Data

{'content': 'ἐξερύω\n Ionic -ειρύω\n aor1 -είρυσα\n Epic -έρυσα\n and -είρυσσα\n Ionic 3rd sg. aor1 -ερύσασκε\n to draw out of, c. gen., Il.; ἰχθύας ἔκτοσθε θαλάσσης ἐξέρυσαν Od.:—also, to snatch out of, ἐξείρυσε χειρὸς τόξον Il.: to tear out, Od.', 'key': 'e)ceru/w'}