ἐξερύω
ἐξερύω
Ionic -ειρύω
aor1 -είρυσα
Epic -έρυσα
and -είρυσσα
Ionic 3rd sg. aor1 -ερύσασκε
to draw out of, c. gen., Il.; ἰχθύας ἔκτοσθε θαλάσσης ἐξέρυσαν Od.:—also, to snatch out of, ἐξείρυσε χειρὸς τόξον Il.: to tear out, Od.