ἐξεργαστικός
ἐξεργαστικός
from ἐξεργάζομαι
ἐξεργαστικός, ή, όν
able to accomplish, τινος Xen.
{
"content": "ἐξεργαστικός\n from ἐξεργάζομαι\n ἐξεργαστικός, ή, όν\n able to accomplish, τινος Xen.",
"key": "e)cergastiko/s"
}