Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐξεναίρω
ἐξεναρίζω
ἐξεπᾴδω
ἐξεπεύχομαι
ἑξεπικαιδέκατος
ἐξεπίσταμαι
ἐξεπίτηδες
ἐξέραμα
ἐξεράω
ἐξεργάζομαι
ἐξεργαστικός
ἐξέργω
ἐξερεείνω
ἐξερέθω
ἐξερείπω
ἐξερεύγομαι
ἐξερευνάω
ἐξερέω
ἐξερέω
ἐξερημόω
ἐξερίζω
View word page
ἐξεργαστικός
ἐξεργαστικός from ἐξεργάζομαι ἐξεργαστικός, ή, όν able to accomplish, τινος Xen.
ShortDef
able to accomplish
Debugging
Headword:
ἐξεργαστικός
Headword (normalized):
ἐξεργαστικός
Headword (normalized/stripped):
εξεργαστικος
IDX:
11500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11503
Key:
e)cergastiko/s
Data
{'content': 'ἐξεργαστικός\n from ἐξεργάζομαι\n ἐξεργαστικός, ή, όν\n able to accomplish, τινος Xen.', 'key': 'e)cergastiko/s'}