Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐξεμέω
ἐξεμπεδόω
ἐξεμπολάω
ἐξεναίρω
ἐξεναρίζω
ἐξεπᾴδω
ἐξεπεύχομαι
ἑξεπικαιδέκατος
ἐξεπίσταμαι
ἐξεπίτηδες
ἐξέραμα
ἐξεράω
ἐξεργάζομαι
ἐξεργαστικός
ἐξέργω
ἐξερεείνω
ἐξερέθω
ἐξερείπω
ἐξερεύγομαι
ἐξερευνάω
ἐξερέω
View word page
ἐξέραμα
ἐξέραμα ἐξέρᾱμα, ατος, τό, a vomit, thing vomited, NTest. from ἐξεράω

ShortDef

a vomit, thing vomited

Debugging

Headword:
ἐξέραμα
Headword (normalized):
ἐξέραμα
Headword (normalized/stripped):
εξεραμα
IDX:
11497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11500
Key:
e)ce/rama

Data

{'content': 'ἐξέραμα\n ἐξέρᾱμα, ατος, τό,\n a vomit, thing vomited, NTest.\n from ἐξεράω', 'key': 'e)ce/rama'}