Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀκοντισμός
ἀκοντιστής
ἀκοντιστικός
ἀκοντιστύς
ἄκοπος
ἀκόρεστος
ἀκόρητος
ἄκορος
ἀκοσμέω
ἀκόσμητος
ἀκοσμία
ἄκοσμος
ἄκος
ἀκοστάω
ἀκοστή
ἀκουάζομαι
ἀκουή
ἄκουρος
ἀκουσίθεος
ἄκουσμα
ἀκουστέον
View word page
ἀκοσμία
ἀκοσμία from ἄκοσμος disorder, Plat.: extravagance, Eur.:—in moral sense, disorderliness, disorderly conduct, Soph.

ShortDef

disorder

Debugging

Headword:
ἀκοσμία
Headword (normalized):
ἀκοσμία
Headword (normalized/stripped):
ακοσμια
IDX:
1150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1150
Key:
a)kosmi/a

Data

{'content': 'ἀκοσμία\n from ἄκοσμος\n disorder, Plat.: extravagance, Eur.:—in moral sense, disorderliness, disorderly conduct, Soph.', 'key': 'a)kosmi/a'}