Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐξελκτέος
ἐξέλκω
ἐξελληνίζω
ἐξεμέω
ἐξεμπεδόω
ἐξεμπολάω
ἐξεναίρω
ἐξεναρίζω
ἐξεπᾴδω
ἐξεπεύχομαι
ἑξεπικαιδέκατος
ἐξεπίσταμαι
ἐξεπίτηδες
ἐξέραμα
ἐξεράω
ἐξεργάζομαι
ἐξεργαστικός
ἐξέργω
ἐξερεείνω
ἐξερέθω
ἐξερείπω
View word page
ἑξεπικαιδέκατος
ἑξεπικαιδέκατος ἑξ-επι-και-δέκατος, η, ον = ἑκκαιδέκατος, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἑξεπικαιδέκατος
Headword (normalized):
ἑξεπικαιδέκατος
Headword (normalized/stripped):
εξεπικαιδεκατος
IDX:
11494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11497
Key:
e)cepikaide/katos
Data
{'content': 'ἑξεπικαιδέκατος\n ἑξ-επι-και-δέκατος, η, ον\n = ἑκκαιδέκατος, Anth.', 'key': 'e)cepikaide/katos'}