Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐξελίσσω
ἐξελκτέος
ἐξέλκω
ἐξελληνίζω
ἐξεμέω
ἐξεμπεδόω
ἐξεμπολάω
ἐξεναίρω
ἐξεναρίζω
ἐξεπᾴδω
ἐξεπεύχομαι
ἑξεπικαιδέκατος
ἐξεπίσταμαι
ἐξεπίτηδες
ἐξέραμα
ἐξεράω
ἐξεργάζομαι
ἐξεργαστικός
ἐξέργω
ἐξερεείνω
ἐξερέθω
View word page
ἐξεπεύχομαι
ἐξεπεύχομαι Dep. to boast loudly that, c. inf., Soph.

ShortDef

to boast loudly that

Debugging

Headword:
ἐξεπεύχομαι
Headword (normalized):
ἐξεπεύχομαι
Headword (normalized/stripped):
εξεπευχομαι
IDX:
11493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11496
Key:
e)cepeu/xomai

Data

{'content': 'ἐξεπεύχομαι\n Dep. to boast loudly that, c. inf., Soph.', 'key': 'e)cepeu/xomai'}