Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐξελευθερικός
ἐξελεύθερος
ἐξελευθεροστομέω
ἐξελίσσω
ἐξελκτέος
ἐξέλκω
ἐξελληνίζω
ἐξεμέω
ἐξεμπεδόω
ἐξεμπολάω
ἐξεναίρω
ἐξεναρίζω
ἐξεπᾴδω
ἐξεπεύχομαι
ἑξεπικαιδέκατος
ἐξεπίσταμαι
ἐξεπίτηδες
ἐξέραμα
ἐξεράω
ἐξεργάζομαι
ἐξεργαστικός
View word page
ἐξεναίρω
ἐξεναίρω to kill outright, aor2 inf. ἐξεναρεῖν Hes.

ShortDef

to kill outright

Debugging

Headword:
ἐξεναίρω
Headword (normalized):
ἐξεναίρω
Headword (normalized/stripped):
εξεναιρω
IDX:
11490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11493
Key:
e)cenai/rw

Data

{'content': 'ἐξεναίρω\n to kill outright, aor2 inf. ἐξεναρεῖν Hes.', 'key': 'e)cenai/rw'}