Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκοντί
ἀκόντισις
ἀκόντισμα
ἀκοντισμός
ἀκοντιστής
ἀκοντιστικός
ἀκοντιστύς
ἄκοπος
ἀκόρεστος
ἀκόρητος
ἄκορος
ἀκοσμέω
ἀκόσμητος
ἀκοσμία
ἄκοσμος
ἄκος
ἀκοστάω
ἀκοστή
ἀκουάζομαι
ἀκουή
ἄκουρος
View word page
ἄκορος
ἄκορος = ἀκόρεστος untiring, ceaseless, Lat. improbus, εἰρεσία Pind.
ShortDef
untiring, ceaseless
Debugging
Headword:
ἄκορος
Headword (normalized):
ἄκορος
Headword (normalized/stripped):
ακορος
IDX:
1147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1147
Key:
a)/koros
Data
{'content': 'ἄκορος\n = ἀκόρεστος\n untiring, ceaseless, Lat. improbus, εἰρεσία Pind.', 'key': 'a)/koros'}