Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀκόντιον
ἀκοντί
ἀκόντισις
ἀκόντισμα
ἀκοντισμός
ἀκοντιστής
ἀκοντιστικός
ἀκοντιστύς
ἄκοπος
ἀκόρεστος
ἀκόρητος
ἄκορος
ἀκοσμέω
ἀκόσμητος
ἀκοσμία
ἄκοσμος
ἄκος
ἀκοστάω
ἀκοστή
ἀκουάζομαι
ἀκουή
View word page
ἀκόρητος
ἀκόρητος κορέννυμι insatiate, unsated in or with a thing, c. gen., Il. (κορέω) unswept, ungrimmed, ungarnished, Ar.

ShortDef

insatiate, unsated in

Debugging

Headword:
ἀκόρητος
Headword (normalized):
ἀκόρητος
Headword (normalized/stripped):
ακορητος
IDX:
1146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1146
Key:
a)ko/rhtos

Data

{'content': 'ἀκόρητος\n κορέννυμι\n insatiate, unsated in or with a thing, c. gen., Il.\n (κορέω) unswept, ungrimmed, ungarnished, Ar.', 'key': 'a)ko/rhtos'}