Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐξαργέω
ἐξαργυρίζω
ἐξαργυρόω
ἐξαρέσκομαι
ἐξαριθμέω
ἐξαρκέω
ἐξαρκής
ἐξαρκούντως
ἐξαρνέομαι
ἐξάρνησις
ἐξαρνητικός
ἔξαρνος
ἐξαρπάζω
ἐξαρτάω
ἐξαρτίζω
ἐξαρτύω
ἔξαρχος
ἐξάρχω
ἑξάς
ἐξασκέω
ἐξαστράπτω
View word page
ἐξαρνητικός
ἐξαρνητικός ἐξαρνητικός, ή, όν from ἐξαρνέομαι apt at denying, negative, Ar.

ShortDef

apt at denying, negative

Debugging

Headword:
ἐξαρνητικός
Headword (normalized):
ἐξαρνητικός
Headword (normalized/stripped):
εξαρνητικος
IDX:
11433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11436
Key:
e)carnhtiko/s

Data

{'content': 'ἐξαρνητικός\n ἐξαρνητικός, ή, όν\n from ἐξαρνέομαι\n apt at denying, negative, Ar.', 'key': 'e)carnhtiko/s'}