ἐξαρνητικός
ἐξαρνητικός
ἐξαρνητικός, ή, όν
from ἐξαρνέομαι
apt at denying, negative, Ar.
{ "content": "ἐξαρνητικός\n ἐξαρνητικός, ή, όν\n from ἐξαρνέομαι\n apt at denying, negative, Ar.", "key": "e)carnhtiko/s" }