Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐξάπινα
ἐξαπίνης
ἑξαπλάσιος
ἑξάπλεθρος
ἐξαποβαίνω
ἐξαποδύνω
Ἑξάπολις
ἐξαπόλλυμι
ἐξαπονέομαι
ἐξαπονίζω
ἐξαποξύνω
ἐξαπορέω
ἐξαποστέλλω
ἐξαποτίνω
ἑξάπους
ἐξαποφαίνω
ἐξαποφθείρω
ἐξάπτω
ἐξαπωθέω
ἐξαράομαι
ἐξαράσσω
View word page
ἐξαποξύνω
ἐξαποξύνω to sharpen well, Eur.

ShortDef

to sharpen well

Debugging

Headword:
ἐξαποξύνω
Headword (normalized):
ἐξαποξύνω
Headword (normalized/stripped):
εξαποξυνω
IDX:
11412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11415
Key:
e)capocu/nw

Data

{'content': 'ἐξαποξύνω\n to sharpen well, Eur.', 'key': 'e)capocu/nw'}