Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐξαπατητικός
ἐξαπατύλλω
ἐξαπαφίσκω
ἑξάπεδος
ἐξαπεῖδον
ἑξάπηχυς
ἐξαπίναιος
ἐξάπινα
ἐξαπίνης
ἑξαπλάσιος
ἑξάπλεθρος
ἐξαποβαίνω
ἐξαποδύνω
Ἑξάπολις
ἐξαπόλλυμι
ἐξαπονέομαι
ἐξαπονίζω
ἐξαποξύνω
ἐξαπορέω
ἐξαποστέλλω
ἐξαποτίνω
View word page
ἑξάπλεθρος
ἑξάπλεθρος ἑξά-πλεθρος, ον πλέθρον six πλέθρα long, i. e. about 1200 feet, Hdt.

ShortDef

six

Debugging

Headword:
ἑξάπλεθρος
Headword (normalized):
ἑξάπλεθρος
Headword (normalized/stripped):
εξαπλεθρος
IDX:
11405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11408
Key:
e(ca/pleqros

Data

{'content': 'ἑξάπλεθρος\n ἑξά-πλεθρος, ον\n πλέθρον\n six πλέθρα long, i. e. about 1200 feet, Hdt.', 'key': 'e(ca/pleqros'}