Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐξαπάτη
ἐξαπατητέος
ἐξαπατητικός
ἐξαπατύλλω
ἐξαπαφίσκω
ἑξάπεδος
ἐξαπεῖδον
ἑξάπηχυς
ἐξαπίναιος
ἐξάπινα
ἐξαπίνης
ἑξαπλάσιος
ἑξάπλεθρος
ἐξαποβαίνω
ἐξαποδύνω
Ἑξάπολις
ἐξαπόλλυμι
ἐξαπονέομαι
ἐξαπονίζω
ἐξαποξύνω
ἐξαπορέω
View word page
ἐξαπίνης
ἐξαπίνης adverb= ἐξαίφνης, Il., Hdt., Thuc.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐξαπίνης
Headword (normalized):
ἐξαπίνης
Headword (normalized/stripped):
εξαπινης
IDX:
11403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11406
Key:
e)capi/nhs
Data
{'content': 'ἐξαπίνης\nadverb= ἐξαίφνης, Il., Hdt., Thuc.', 'key': 'e)capi/nhs'}