Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐξαπαρτάομαι
ἐξαπατάω
ἐξαπάτη
ἐξαπατητέος
ἐξαπατητικός
ἐξαπατύλλω
ἐξαπαφίσκω
ἑξάπεδος
ἐξαπεῖδον
ἑξάπηχυς
ἐξαπίναιος
ἐξάπινα
ἐξαπίνης
ἑξαπλάσιος
ἑξάπλεθρος
ἐξαποβαίνω
ἐξαποδύνω
Ἑξάπολις
ἐξαπόλλυμι
ἐξαπονέομαι
ἐξαπονίζω
View word page
ἐξαπίναιος
ἐξαπίναιος ἐξαπίναιος, α, ον = ἐξαιφνίδιος, Xen. adv. -ως Thuc. from ἐξᾰπίνης (ῐ) sudden, unexpected.

ShortDef

sudden, unexpected

Debugging

Headword:
ἐξαπίναιος
Headword (normalized):
ἐξαπίναιος
Headword (normalized/stripped):
εξαπιναιος
IDX:
11401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11404
Key:
e)capi/naios

Data

{'content': 'ἐξαπίναιος\n ἐξαπίναιος, α, ον\n = ἐξαιφνίδιος, Xen.\n adv. -ως Thuc.\n from ἐξᾰπίνης (ῐ)\n sudden, unexpected.', 'key': 'e)capi/naios'}