Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐξανύω
ἑξαπάλαστος
ἐξαπαλλάσσω
ἐξαπαρτάομαι
ἐξαπατάω
ἐξαπάτη
ἐξαπατητέος
ἐξαπατητικός
ἐξαπατύλλω
ἐξαπαφίσκω
ἑξάπεδος
ἐξαπεῖδον
ἑξάπηχυς
ἐξαπίναιος
ἐξάπινα
ἐξαπίνης
ἑξαπλάσιος
ἑξάπλεθρος
ἐξαποβαίνω
ἐξαποδύνω
Ἑξάπολις
View word page
ἑξάπεδος
ἑξάπεδος ἑξά-πεδος, ον πούς six feet long, Hdt.

ShortDef

six feet long

Debugging

Headword:
ἑξάπεδος
Headword (normalized):
ἑξάπεδος
Headword (normalized/stripped):
εξαπεδος
IDX:
11398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11401
Key:
e(ca/pedos

Data

{'content': 'ἑξάπεδος\n ἑξά-πεδος, ον\n πούς\n six feet long, Hdt.', 'key': 'e(ca/pedos'}