Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐξανίστημι
ἐξανοίγω
ἐξαντλέω
ἐξανύω
ἑξαπάλαστος
ἐξαπαλλάσσω
ἐξαπαρτάομαι
ἐξαπατάω
ἐξαπάτη
ἐξαπατητέος
ἐξαπατητικός
ἐξαπατύλλω
ἐξαπαφίσκω
ἑξάπεδος
ἐξαπεῖδον
ἑξάπηχυς
ἐξαπίναιος
ἐξάπινα
ἐξαπίνης
ἑξαπλάσιος
ἑξάπλεθρος
View word page
ἐξαπατητικός
ἐξαπατητικός ἐξᾰπᾰτητικός, ή, όν calculated to deceive, Xen.

ShortDef

calculated to deceive

Debugging

Headword:
ἐξαπατητικός
Headword (normalized):
ἐξαπατητικός
Headword (normalized/stripped):
εξαπατητικος
IDX:
11395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11398
Key:
e)capathtiko/s

Data

{'content': 'ἐξαπατητικός\n ἐξᾰπᾰτητικός, ή, όν\n calculated to deceive, Xen.', 'key': 'e)capathtiko/s'}