Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐξανεμόω
ἐξανέρχομαι
ἐξανευρίσκω
ἐξανέχω
ἐξανθέω
ἐξανίημι
ἐξανίστημι
ἐξανοίγω
ἐξαντλέω
ἐξανύω
ἑξαπάλαστος
ἐξαπαλλάσσω
ἐξαπαρτάομαι
ἐξαπατάω
ἐξαπάτη
ἐξαπατητέος
ἐξαπατητικός
ἐξαπατύλλω
ἐξαπαφίσκω
ἑξάπεδος
ἐξαπεῖδον
View word page
ἑξαπάλαστος
ἑξαπάλαστος ἑξᾱ-πάλα(ι)στος, ον παλαιστή of six hands-breadth, Hdt.

ShortDef

of six hands-breadth

Debugging

Headword:
ἑξαπάλαστος
Headword (normalized):
ἑξαπάλαστος
Headword (normalized/stripped):
εξαπαλαστος
IDX:
11389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11392
Key:
e(capa/laistos

Data

{'content': 'ἑξαπάλαστος\n ἑξᾱ-πάλα(ι)στος, ον\n παλαιστή\n of six hands-breadth, Hdt.', 'key': 'e(capa/laistos'}