Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐξανδρόομαι
ἐξανεγείρω
ἐξάνειμι
ἐξανεμόω
ἐξανέρχομαι
ἐξανευρίσκω
ἐξανέχω
ἐξανθέω
ἐξανίημι
ἐξανίστημι
ἐξανοίγω
ἐξαντλέω
ἐξανύω
ἑξαπάλαστος
ἐξαπαλλάσσω
ἐξαπαρτάομαι
ἐξαπατάω
ἐξαπάτη
ἐξαπατητέος
ἐξαπατητικός
ἐξαπατύλλω
View word page
ἐξανοίγω
ἐξανοίγω fut. ξω to lay open, Ar.

ShortDef

to lay open

Debugging

Headword:
ἐξανοίγω
Headword (normalized):
ἐξανοίγω
Headword (normalized/stripped):
εξανοιγω
IDX:
11386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11389
Key:
e)canoi/gw

Data

{'content': 'ἐξανοίγω\n fut. ξω\n to lay open, Ar.', 'key': 'e)canoi/gw'}