Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐξαναφανδόν
ἐξαναφέρω
ἐξαναχωρέω
ἐξανδραποδίζω
ἐξανδραπόδισις
ἐξανδρόομαι
ἐξανεγείρω
ἐξάνειμι
ἐξανεμόω
ἐξανέρχομαι
ἐξανευρίσκω
ἐξανέχω
ἐξανθέω
ἐξανίημι
ἐξανίστημι
ἐξανοίγω
ἐξαντλέω
ἐξανύω
ἑξαπάλαστος
ἐξαπαλλάσσω
ἐξαπαρτάομαι
View word page
ἐξανευρίσκω
ἐξανευρίσκω to find out, invent, Soph.

ShortDef

to find out, invent

Debugging

Headword:
ἐξανευρίσκω
Headword (normalized):
ἐξανευρίσκω
Headword (normalized/stripped):
εξανευρισκω
IDX:
11381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11384
Key:
e)caneuri/skw

Data

{'content': 'ἐξανευρίσκω\n to find out, invent, Soph.', 'key': 'e)caneuri/skw'}