Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐξανάστασις
ἐξαναστέφω
ἐξαναστρέφω
ἐξανατέλλω
ἐξαναφανδόν
ἐξαναφέρω
ἐξαναχωρέω
ἐξανδραποδίζω
ἐξανδραπόδισις
ἐξανδρόομαι
ἐξανεγείρω
ἐξάνειμι
ἐξανεμόω
ἐξανέρχομαι
ἐξανευρίσκω
ἐξανέχω
ἐξανθέω
ἐξανίημι
ἐξανίστημι
ἐξανοίγω
ἐξαντλέω
View word page
ἐξανεγείρω
ἐξανεγείρω fut. -εγερῶ to excite, Eur.
ShortDef
to excite
Debugging
Headword:
ἐξανεγείρω
Headword (normalized):
ἐξανεγείρω
Headword (normalized/stripped):
εξανεγειρω
IDX:
11377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11380
Key:
e)canegei/rw
Data
{'content': 'ἐξανεγείρω\n fut. -εγερῶ\n to excite, Eur.', 'key': 'e)canegei/rw'}