Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄκομψος
ἀκονάω
ἀκόνδυλος
ἀκόνη
ἀκονιτικός
ἀκονιτί
ἀκόνιτον
ἀκόνιτος
ἀκοντίζω
ἀκόντιον
ἀκοντί
ἀκόντισις
ἀκόντισμα
ἀκοντισμός
ἀκοντιστής
ἀκοντιστικός
ἀκοντιστύς
ἄκοπος
ἀκόρεστος
ἀκόρητος
ἄκορος
View word page
ἀκοντί
ἀκοντί adverb of ἄκων, contr. for ἀεκοντί, Plut.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀκοντί
Headword (normalized):
ἀκοντί
Headword (normalized/stripped):
ακοντι
IDX:
1137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1137
Key:
a)konti/
Data
{'content': 'ἀκοντί\n adverb of ἄκων, contr. for ἀεκοντί, Plut.', 'key': 'a)konti/'}