Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐξανάγω
ἐξαναδύομαι
ἐξαναζέω
ἐξαναιρέω
ἐξανακρούομαι
ἐξαναλίσκω
ἐξαναλύω
ἐξανάλωσις
ἐξανάπτω
ἐξαναρπάζω
ἐξανασπάω
ἐξανάστασις
ἐξαναστέφω
ἐξαναστρέφω
ἐξανατέλλω
ἐξαναφανδόν
ἐξαναφέρω
ἐξαναχωρέω
ἐξανδραποδίζω
ἐξανδραπόδισις
ἐξανδρόομαι
View word page
ἐξανασπάω
ἐξανασπάω fut. άσω to tear away from, Hdt., Eur.: to tear up from, χθονός Eur.

ShortDef

to tear away from

Debugging

Headword:
ἐξανασπάω
Headword (normalized):
ἐξανασπάω
Headword (normalized/stripped):
εξανασπαω
IDX:
11366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11369
Key:
e)canaspa/w

Data

{'content': 'ἐξανασπάω\n fut. άσω\n to tear away from, Hdt., Eur.: to tear up from, χθονός Eur.', 'key': 'e)canaspa/w'}