Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐξαναγκάζω
ἐξανάγω
ἐξαναδύομαι
ἐξαναζέω
ἐξαναιρέω
ἐξανακρούομαι
ἐξαναλίσκω
ἐξαναλύω
ἐξανάλωσις
ἐξανάπτω
ἐξαναρπάζω
ἐξανασπάω
ἐξανάστασις
ἐξαναστέφω
ἐξαναστρέφω
ἐξανατέλλω
ἐξαναφανδόν
ἐξαναφέρω
ἐξαναχωρέω
ἐξανδραποδίζω
ἐξανδραπόδισις
View word page
ἐξαναρπάζω
ἐξαναρπάζω fut. σω or ξω to snatch away, Eur.
ShortDef
to snatch away
Debugging
Headword:
ἐξαναρπάζω
Headword (normalized):
ἐξαναρπάζω
Headword (normalized/stripped):
εξαναρπαζω
IDX:
11365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11368
Key:
e)canarpa/zw
Data
{'content': 'ἐξαναρπάζω\n fut. σω\n or ξω\n to snatch away, Eur.', 'key': 'e)canarpa/zw'}