Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐξαμαρτάνω
ἐξαμαρτία
ἐξαμάω
ἐξαμάω
ἐξαμβλόω
ἐξαμβλύνω
ἐξαμείβω
ἐξαμέλγω
ἐξαμελέω
ἑξάμετρος
ἑξάμηνος
ἐξαμηχανέω
ἐξαμιλλάομαι
ἐξαμύνομαι
ἐξαναβρύω
ἐξαναγιγνώσκω
ἐξαναγκάζω
ἐξανάγω
ἐξαναδύομαι
ἐξαναζέω
ἐξαναιρέω
View word page
ἑξάμηνος
ἑξάμηνος ἑξά-μηνος (ᾰ), ον of, lasting six months: ἑξάμ. (sc. χρόνος) , a half-year, Xen.; ἡ ἑξάμ. (sc. ὥρη) , Hdt.
ShortDef
of, lasting six months
Debugging
Headword:
ἑξάμηνος
Headword (normalized):
ἑξάμηνος
Headword (normalized/stripped):
εξαμηνος
IDX:
11349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11352
Key:
e(ca/mhnos
Data
{'content': 'ἑξάμηνος\n ἑξά-μηνος (ᾰ), ον\n of, lasting six months: ἑξάμ. (sc. χρόνος) , a half-year, Xen.; ἡ ἑξάμ. (sc. ὥρη) , Hdt.', 'key': 'e(ca/mhnos'}