Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀκόμιστος
ἄκομος
ἀκόμπαστος
ἄκομπος
ἄκομψος
ἀκονάω
ἀκόνδυλος
ἀκόνη
ἀκονιτικός
ἀκονιτί
ἀκόνιτον
ἀκόνιτος
ἀκοντίζω
ἀκόντιον
ἀκοντί
ἀκόντισις
ἀκόντισμα
ἀκοντισμός
ἀκοντιστής
ἀκοντιστικός
ἀκοντιστύς
View word page
ἀκόνιτον
ἀκόνιτον Deriv. uncertain. aconite, a poisonous plant, Theophr.

ShortDef

aconite

Debugging

Headword:
ἀκόνιτον
Headword (normalized):
ἀκόνιτον
Headword (normalized/stripped):
ακονιτον
IDX:
1133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1133
Key:
a)ko/niton

Data

{'content': 'ἀκόνιτον\n Deriv. uncertain.\n aconite, a poisonous plant, Theophr.', 'key': 'a)ko/niton'}