Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκομιστία
ἀκόμιστος
ἄκομος
ἀκόμπαστος
ἄκομπος
ἄκομψος
ἀκονάω
ἀκόνδυλος
ἀκόνη
ἀκονιτικός
ἀκονιτί
ἀκόνιτον
ἀκόνιτος
ἀκοντίζω
ἀκόντιον
ἀκοντί
ἀκόντισις
ἀκόντισμα
ἀκοντισμός
ἀκοντιστής
ἀκοντιστικός
View word page
ἀκονιτί
ἀκονιτί adverb of ἀκόνιτος without the dust of the arena, i. e. without a struggle, without effort, Lat. sine pulvere, Thuc., Xen.
ShortDef
without the dust of the arena
Debugging
Headword:
ἀκονιτί
Headword (normalized):
ἀκονιτί
Headword (normalized/stripped):
ακονιτι
IDX:
1132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1132
Key:
a)koniti/
Data
{'content': 'ἀκονιτί\n adverb of ἀκόνιτος\n without the dust of the arena, i. e. without a struggle, without effort, Lat. sine pulvere, Thuc., Xen.', 'key': 'a)koniti/'}