Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀκόλουθος
ἀκόλυμβος
ἀκομιστία
ἀκόμιστος
ἄκομος
ἀκόμπαστος
ἄκομπος
ἄκομψος
ἀκονάω
ἀκόνδυλος
ἀκόνη
ἀκονιτικός
ἀκονιτί
ἀκόνιτον
ἀκόνιτος
ἀκοντίζω
ἀκόντιον
ἀκοντί
ἀκόντισις
ἀκόντισμα
ἀκοντισμός
View word page
ἀκόνη
ἀκόνη ἀκή I a whetstone, hone, Pind., etc.

ShortDef

a whetstone, hone

Debugging

Headword:
ἀκόνη
Headword (normalized):
ἀκόνη
Headword (normalized/stripped):
ακονη
IDX:
1130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1130
Key:
a)ko/nh

Data

{'content': 'ἀκόνη\n ἀκή I\n a whetstone, hone, Pind., etc.', 'key': 'a)ko/nh'}