Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκολουθητέον
ἀκολουθία
ἀκόλουθος
ἀκόλυμβος
ἀκομιστία
ἀκόμιστος
ἄκομος
ἀκόμπαστος
ἄκομπος
ἄκομψος
ἀκονάω
ἀκόνδυλος
ἀκόνη
ἀκονιτικός
ἀκονιτί
ἀκόνιτον
ἀκόνιτος
ἀκοντίζω
ἀκόντιον
ἀκοντί
ἀκόντισις
View word page
ἀκονάω
ἀκονάω ἀκόνη to sharpen, whet, μαχαίρας Ar.; λόγχην Xen.:—Mid., ἀκονᾶσθαι μαχαίρας to sharpen their swords, Ar.
ShortDef
to sharpen, whet
Debugging
Headword:
ἀκονάω
Headword (normalized):
ἀκονάω
Headword (normalized/stripped):
ακοναω
IDX:
1128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1128
Key:
a)kona/w
Data
{'content': 'ἀκονάω\n ἀκόνη\n to sharpen, whet, μαχαίρας Ar.; λόγχην Xen.:—Mid., ἀκονᾶσθαι μαχαίρας to sharpen their swords, Ar.', 'key': 'a)kona/w'}