Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀκολουθέω
ἀκολουθητέον
ἀκολουθία
ἀκόλουθος
ἀκόλυμβος
ἀκομιστία
ἀκόμιστος
ἄκομος
ἀκόμπαστος
ἄκομπος
ἄκομψος
ἀκονάω
ἀκόνδυλος
ἀκόνη
ἀκονιτικός
ἀκονιτί
ἀκόνιτον
ἀκόνιτος
ἀκοντίζω
ἀκόντιον
ἀκοντί
View word page
ἄκομψος
ἄκομψος unadorned, boorish, ἐγὼ δʼ ἄκομψος rude I am in speech," Eur.

ShortDef

unadorned, boorish

Debugging

Headword:
ἄκομψος
Headword (normalized):
ἄκομψος
Headword (normalized/stripped):
ακομψος
IDX:
1127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1127
Key:
a)/komyos

Data

{'content': 'ἄκομψος\n unadorned, boorish, ἐγὼ δʼ ἄκομψος rude I am in speech," Eur.', 'key': 'a)/komyos'}