Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐντρυφάω
ἐντραγεῖν
ἐντυγχάνω
ἐντυλίσσω
ἐντύνω
ἐντυπάς
ἐντυπόω
ἐντύφω
Ἐνυάλιος
ἐνυβρίζω
ἔνυδρις
ἐνυδρόβιος
ἔνυδρος
ἐνύπνιον
ἐνύπνιος
ἐνυφαίνω
ἐνυφαντός
Ἐνυώ
ἐνωθέω
ἐνωμοτάρχης
ἐνωμοτία
View word page
ἔνυδρις
ἔνυδρις ἔν-υδρις, ιος ὕδωρ an otter, Hdt.
ShortDef
an otter
Debugging
Headword:
ἔνυδρις
Headword (normalized):
ἔνυδρις
Headword (normalized/stripped):
ενυδρις
IDX:
11262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11265
Key:
e)/nudris
Data
{'content': 'ἔνυδρις\n ἔν-υδρις, ιος\n ὕδωρ\n an otter, Hdt.', 'key': 'e)/nudris'}