Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐντροπαλίζομαι
ἐντροπή
ἐντροπία
ἔντροφος
ἐντρυφάω
ἐντραγεῖν
ἐντυγχάνω
ἐντυλίσσω
ἐντύνω
ἐντυπάς
ἐντυπόω
ἐντύφω
Ἐνυάλιος
ἐνυβρίζω
ἔνυδρις
ἐνυδρόβιος
ἔνυδρος
ἐνύπνιον
ἐνύπνιος
ἐνυφαίνω
ἐνυφαντός
View word page
ἐντυπόω
ἐντυπόω fut. ώσω to cut in intaglio, Plut.
ShortDef
to cut in intaglio
Debugging
Headword:
ἐντυπόω
Headword (normalized):
ἐντυπόω
Headword (normalized/stripped):
εντυποω
IDX:
11258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11261
Key:
e)ntupo/w
Data
{'content': 'ἐντυπόω\n fut. ώσω\n to cut in intaglio, Plut.', 'key': 'e)ntupo/w'}