Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄκολος
ἀκολουθέω
ἀκολουθητέον
ἀκολουθία
ἀκόλουθος
ἀκόλυμβος
ἀκομιστία
ἀκόμιστος
ἄκομος
ἀκόμπαστος
ἄκομπος
ἄκομψος
ἀκονάω
ἀκόνδυλος
ἀκόνη
ἀκονιτικός
ἀκονιτί
ἀκόνιτον
ἀκόνιτος
ἀκοντίζω
ἀκόντιον
View word page
ἄκομπος
ἄκομπος not boasting, Aesch.

ShortDef

not boasting

Debugging

Headword:
ἄκομπος
Headword (normalized):
ἄκομπος
Headword (normalized/stripped):
ακομπος
IDX:
1126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1126
Key:
a)/kompos

Data

{'content': 'ἄκομπος\n not boasting, Aesch.', 'key': 'a)/kompos'}