Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐντός
ἐντριβής
ἐντρίβω
ἔντριμμα
ἐντριτωνίζω
ἔντριχος
ἔντριψις
ἔντρομος
ἐντροπαλίζομαι
ἐντροπή
ἐντροπία
ἔντροφος
ἐντρυφάω
ἐντραγεῖν
ἐντυγχάνω
ἐντυλίσσω
ἐντύνω
ἐντυπάς
ἐντυπόω
ἐντύφω
Ἐνυάλιος
View word page
ἐντροπία
ἐντροπία from ἐντροπή ἐντροπία, ἡ, a trick, dodge, Hhymn.

ShortDef

a trick, dodge

Debugging

Headword:
ἐντροπία
Headword (normalized):
ἐντροπία
Headword (normalized/stripped):
εντροπια
IDX:
11250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11253
Key:
e)ntropi/a

Data

{'content': 'ἐντροπία\n from ἐντροπή\n ἐντροπία, ἡ,\n a trick, dodge, Hhymn.', 'key': 'e)ntropi/a'}