Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐντρέπω
ἐντρέφω
ἐντρέχω
ἐντός
ἐντριβής
ἐντρίβω
ἔντριμμα
ἐντριτωνίζω
ἔντριχος
ἔντριψις
ἔντρομος
ἐντροπαλίζομαι
ἐντροπή
ἐντροπία
ἔντροφος
ἐντρυφάω
ἐντραγεῖν
ἐντυγχάνω
ἐντυλίσσω
ἐντύνω
ἐντυπάς
View word page
ἔντρομος
ἔντρομος ἔν-τρομος, ον τρέμω trembling, Plut., NTest.
ShortDef
trembling
Debugging
Headword:
ἔντρομος
Headword (normalized):
ἔντρομος
Headword (normalized/stripped):
εντρομος
IDX:
11247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11250
Key:
e)/ntromos
Data
{'content': 'ἔντρομος\n ἔν-τρομος, ον\n τρέμω\n trembling, Plut., NTest.', 'key': 'e)/ntromos'}