Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκόλαστος
ἄκολος
ἀκολουθέω
ἀκολουθητέον
ἀκολουθία
ἀκόλουθος
ἀκόλυμβος
ἀκομιστία
ἀκόμιστος
ἄκομος
ἀκόμπαστος
ἄκομπος
ἄκομψος
ἀκονάω
ἀκόνδυλος
ἀκόνη
ἀκονιτικός
ἀκονιτί
ἀκόνιτον
ἀκόνιτος
ἀκοντίζω
View word page
ἀκόμπαστος
ἀκόμπαστος κομπάζω not boastful, Aesch.
ShortDef
not boastful
Debugging
Headword:
ἀκόμπαστος
Headword (normalized):
ἀκόμπαστος
Headword (normalized/stripped):
ακομπαστος
IDX:
1125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1125
Key:
a)ko/mpastos
Data
{'content': 'ἀκόμπαστος\n κομπάζω\n not boastful, Aesch.', 'key': 'a)ko/mpastos'}