Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἔντοσθε
ἐντραγῳδέω
ἐντρέπω
ἐντρέφω
ἐντρέχω
ἐντός
ἐντριβής
ἐντρίβω
ἔντριμμα
ἐντριτωνίζω
ἔντριχος
ἔντριψις
ἔντρομος
ἐντροπαλίζομαι
ἐντροπή
ἐντροπία
ἔντροφος
ἐντρυφάω
ἐντραγεῖν
ἐντυγχάνω
ἐντυλίσσω
View word page
ἔντριχος
ἔντριχος ἔν-τρῐχος, ον θρίξ hairy, Anth.

ShortDef

hairy

Debugging

Headword:
ἔντριχος
Headword (normalized):
ἔντριχος
Headword (normalized/stripped):
εντριχος
IDX:
11245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11248
Key:
e)/ntrixos

Data

{'content': 'ἔντριχος\n ἔν-τρῐχος, ον\n θρίξ\n hairy, Anth.', 'key': 'e)/ntrixos'}