Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἔντοπος
ἐντορεύω
ἔντοσθε
ἐντραγῳδέω
ἐντρέπω
ἐντρέφω
ἐντρέχω
ἐντός
ἐντριβής
ἐντρίβω
ἔντριμμα
ἐντριτωνίζω
ἔντριχος
ἔντριψις
ἔντρομος
ἐντροπαλίζομαι
ἐντροπή
ἐντροπία
ἔντροφος
ἐντρυφάω
ἐντραγεῖν
View word page
ἔντριμμα
ἔντριμμα from ἐντρί_βω ἔντριμμα, ατος, τό, a cosmetic, Plut.
ShortDef
a cosmetic
Debugging
Headword:
ἔντριμμα
Headword (normalized):
ἔντριμμα
Headword (normalized/stripped):
εντριμμα
IDX:
11243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11246
Key:
e)/ntrimma
Data
{'content': 'ἔντριμμα\n from ἐντρί_βω\n ἔντριμμα, ατος, τό,\n a cosmetic, Plut.', 'key': 'e)/ntrimma'}