Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐντευκτικός
ἔντευξις
ἐντευτλανόομαι
ἔντεχνος
ἐντήκω
ἐντίθημι
ἐντίκτω
ἐντιλάω
ἐντιμάω
ἔντιμος
ἔντμημα
ἐντολή
ἔντομος
ἔντονος
ἔντοπος
ἐντορεύω
ἔντοσθε
ἐντραγῳδέω
ἐντρέπω
ἐντρέφω
ἐντρέχω
View word page
ἔντμημα
ἔντμημα ἔντμημα, ατος, τό, ἐντέμνω an incision, notch, Xen.
ShortDef
an incision, notch
Debugging
Headword:
ἔντμημα
Headword (normalized):
ἔντμημα
Headword (normalized/stripped):
εντμημα
IDX:
11229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11232
Key:
e)/ntmhma
Data
{'content': 'ἔντμημα\n ἔντμημα, ατος, τό,\n ἐντέμνω\n an incision, notch, Xen.', 'key': 'e)/ntmhma'}