Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐντέμνω
ἐντερόνεια
ἔντερον
ἐντεσιεργός
ἐντεταμένως
ἐντευθενί
ἐντεῦθεν
ἐντευκτικός
ἔντευξις
ἐντευτλανόομαι
ἔντεχνος
ἐντήκω
ἐντίθημι
ἐντίκτω
ἐντιλάω
ἐντιμάω
ἔντιμος
ἔντμημα
ἐντολή
ἔντομος
ἔντονος
View word page
ἔντεχνος
ἔντεχνος ἔν-τεχνος, ον τέχνη within the province of art, artificial, artistic, Plat.

ShortDef

within the province of art, artificial, artistic

Debugging

Headword:
ἔντεχνος
Headword (normalized):
ἔντεχνος
Headword (normalized/stripped):
εντεχνος
IDX:
11222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n11225
Key:
e)/ntexnos

Data

{'content': 'ἔντεχνος\n ἔν-τεχνος, ον\n τέχνη\n within the province of art, artificial, artistic, Plat.', 'key': 'e)/ntexnos'}